Czasowniki

 0    181 フィッシュ    wojciechsuperson
mp3をダウンロードする 印刷 遊びます 自分をチェック
 
質問 答え
iść
学び始める
πηγαίνω
daję
学び始める
δίνω
brać
学び始める
παίρνω
myśleć
学び始める
νομίζω
robić
学び始める
κάνω
mieć
学び始める
έχω
ja kupuję
学び始める
αγοράζω
Zaczynαć
学び始める
αρχήζω
słyszeć
学び始める
ακούω
jeść
学び始める
τρώω
widzieć
学び始める
βλέπω
być
学び始める
είναι
pisac
学び始める
εγγραφω
śpiewać
学び始める
τραγουδώ
mówić
学び始める
μιλώ
rozumieć
学び始める
καταλαβαίνω
zamykac
学び始める
κλείνω
sprzedawać
学び始める
Πουλώ
opuszczać
学び始める
αφήνω
rosnąć
学び始める
καλλιεργώ
budować
Bardzo powoli buduję swoją kondycję i siłę
学び始める
χτίζω
Χτίζω τη φυσική μου κατάσταση και τη δύναμή μου πολύ αργά
przymierzać
学び始める
δοκιμάζω
myć
学び始める
πλύνω
wybierać
学び始める
επιλέγω
zapominać
学び始める
ξεχνάμε
Συχνά ξεχνάω πώς είναι το όνομά της
pożyczać
学び始める
δανειζω
θα ήθελα να δανείζω αυτό το βιβλίο
kraść
学び始める
κλέβω
kłaść
学び始める
θέσω
nosić
学び始める
φοράω
zdejmować
学び始める
γδύνω
latać
学び始める
πετώ
biegać
学び始める
τρέχω
obudzić się
学び始める
ξυπνω
trzymać
学び始める
Κρατήσω
relaksuję się
学び始める
χαλαρονω
uciekać
学び始める
Φεύγω
pływam codziennie
学び始める
Κολυμπάω κάθε μέρα
Prowadzę
学び始める
οδηγω
rzucać
学び始める
πετώ
szczepić przeciw chorobie
学び始める
εμβολιάζω
powiedzieć
学び始める
λέγω
ciąć, kroić
学び始める
Τομω
walczę
学び始める
παλω
znaczyć
学び始める
σημαίνω
wyrzucać śmieci
学び始める
πετάξω τα σκουπίδια
gotowac
学び始める
μαγειρέψω
uczyć się
学び始める
μαθαίνω
dzwonić
学び始める
κλήσω
podaję chleb mojej mamie
学び始める
Δίνω ψωμί στη μάνα μου
stoję przy kasie
学び始める
Στέκομαι στο ταμείο
ćwiczyć
学び始める
άσκησω
Ασκούμαι δύο φορές την ημέρα στο γυμναστήριο
prasować
学び始める
σίδερω
pakować się
学び始める
πακετάρω
liczyć
学び始める
μετραω
opowiadać
学び始める
λέγω
zarabiać
学び始める
κερδίζω
wygrywać
学び始める
νίκω
wysyłać
学び始める
στείλετω
powtarzać
学び始める
επαναλαμβάνω
Συχνά επαναλαμβάνω λέξεις ενώ μαθαίνω
szukać
学び始める
ψάχνω
zapraszać
学び始める
προσκαλώ
przenieść się
学び始める
κίνησω
chcieć
学び始める
θέλω
odpowiadać
学び始める
απάντησω/απαντάω
czekać
学び始める
αναμονω
αναμονω για εσένα
cierpieć
学び始める
υποφέρω
tworzyć
学び始める
δημιουργώ
wiedzieć
学び始める
γνωρίζω
rabować
学び始める
ληστεύω
zabierać
学び始める
παίρνω
spieszyć sie
学び始める
βιαζομαι
pomagać
学び始める
βοήφαω
Spać
学び始める
Κοιμάμαι
Mam bzika na punkcie fig
学び始める
τρελαίνομαι για συκά
uwolnić się
学び始める
δραπετεύω
kochać
学び始める
αγάπω
pracować
学び始める
δουλεύω
potrzebować
学び始める
χρειάζομαι
pytać
学び始める
ρωτάω
mieszkać
学び始める
ζω
podróżować
学び始める
ταξιδεύω
próbować
学び始める
προσπαθώ
znać
学び始める
ξέρω
słuchać
学び始める
ακούω
tanczyć
学び始める
χορεύω
pieprzyć
学び始める
γαμώ
Μου αρέσει να γαμώ τον γείτονά μου
studiować
学び始める
σπουδάζω
uczyć się
学び始める
μαθαίνω
biegać
学び始める
τρέχω
kupować
学び始める
αγοράζω
patrzeć
学び始める
Κοίτα
śpiewać
学び始める
τραγουδώ
zawierać
学び始める
περιέχω
przemawiać
学び始める
μιλώ
czytać
学び始める
διάβασω
Przywiązuję się
学び始める
δένομαι
Δένομαι πολύ με τα πράγματα
opiekować się
学び始める
φροντίζω
φροντίζει πολύ καλά τα αδέρφια της
ufam ci
学び始める
σε εμπιστεύομαι
Σε εμπιστεύομαι γιατί είσαι όμορφη
ponieść porażkę
学び始める
αποτυγχάνω
Πάντα αποτυγχάνω όταν παίζω ποδόσφαιρο
dostarczyć
学び始める
παραδίδω
Παραδίδω δέματα πρωί και βράδυ
przegrałem / zgubiłem
学び始める
χάνω
Συχνά χάνομαι στη γειτονιά μου
wierzyć
学び始める
πιστεύω
Δεν πιστεύω ούτε λέξη από αυτά που λες
wymagać
学び始める
απαιτώ
πρέπει να απαιτείς πολλά από τον εαυτό σου
zależy mi
nie obchodzi go to zbytnio
学び始める
νοιαζώ
δεν τον νοιάζει πολύ
wątpię
学び始める
αμφιβάλλω
Δεν αμφιβάλλω για αυτόν
Dzwonię
学び始める
παίρνω τηλέφωνο
Σε παίρνω τηλέφωνο αλλά δεν το σηκώνεις
oddawać
ona wraca
学び始める
επιστρέφω
επιστρέφει το βιβλίο στη βιβλιοθήκη
podejście
Podchodzę do tego z uśmiechem
学び始める
πλησιάζω
Το πλησιάζω με ένα χαμόγελο
oznaczać
学び始める
εννοώ
το εννοεί; δεν το εννοώ
ratować
学び始める
σωζώ
σώζει το παιδί του
Oferuję
学び始める
προσφέρω
Σας προσφέρω τα καλύτερα έπιπλα στον κόσμο
należeć
学び始める
ανήκω
Δεν σου ανήκω
studiować
学び始める
μελετώ
μελετώ ελληνικά
zawierać
学び始める
συμπεριλαμβάνω
τι συμπεριλαμβάνει το μενού
podnieść
学び始める
σηκώνω
αυτοί σηκώνουν τα πράγματα
mieć nadzieję
学び始める
ελπιζώ
ελπίζουν πως δεν είναι ακριβό
wyschnąć
学び始める
στεγνώνω
αυτή στεγνώνει τα ρούχα
wychodzić
学び始める
φεύγουμω
δεν φεύγουμε
zasługiwać
学び始める
αξίζω
το αξίζεις
ulepszać
学び始める
βελτιώνω
αυτός βελτιώνει τον υπολογιστή
konserwować
学び始める
διατηρώ
πώς διατηρείς το φαγητό
zapewniać
学び始める
παρεχώ
η πόλη παρέχει όλες τις ανάγκες των κατοίκων της
latać
学び始める
πετώ
πετάνε οι πάπιες
otrzymać/odbierac
学び始める
λαμβάνω
λαμβάνει πολλά μηνύματα
Zająć
学び始める
Καταλαμβάνω
Ο στρατός καταλαμβάνει την πόλη.
Włączać, zawierać
学び始める
Περιλαμβάνω
Το πακέτο περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα.
uniknąć
próbuje uniknąć płacenia podatku
学び始める
αποφύγει
προσπαθεί να αποφύγει την καταβολή φόρου
zareczyć się
学び始める
αρραβωνιάζομαι
Την αρραβωνιάστηκα
przyznać
学び始める
ομολογώ
Πρέπει να ομολογήσω ότι είσαι πολύ όμορφη
Cieszyć się
学び始める
Απολαμβάνω
Απολαμβάνω τον καφέ μου στον κήπο.
Aresztować
学び始める
Συνλαμβάνω
Ο αστυνομικός συνλαμβάνει τον ύποπτο.
Postrzegać
学び始める
Εκλαμβάνω
Ο καλλιτέχνης εκλαμβάνει τον κόσμο με ξεχωριστό τρόπο.
Podjąć
学び始める
Αναλαμβάνω
Αναλαμβάνω το έργο με προσήλωση και ενθουσιασμό
całować się
学び始める
φιλω
Μου αρέσει να χαϊδεύω και να φιλάω την κοπέλα μου
odwiedzać
学び始める
επισκέπτομαι
Επισκέπτομαι τους γονείς μου δύο φορές την εβδομάδα
pieprzyć się (z kimś)
学び始める
γαμώ (με κάποιον)
Γαμώ με την κοπέλα μου τρεις φορές την ημέρα
osiągać
ciężko jest osiągnąć zamierzone cele
学び始める
φέρνω σε πέρας
είναι δύσκολο να επιτευχθεί οι προβλεπόμενοι στόχοι
doceniać
学び始める
εκτιμώ
δεν εκτιμά τη δουλειά μας
pieścić
学び始める
χαϊδεύω
Gotuję
学び始める
βράζω / μαγειρευω
η γυναίκα μου μαγειρεύει πολύ καλά
Myślę
学び始める
σκέφτομαι
εγώ σκέφτομαι
Zaprzeczać
学び始める
να αρνούμαι
Το αρνούμαι
woleć
学び始める
να προτιμώ
ποιο προτιμάτε. Προτιμώ τον καφέ από το τσάι
Akceptuję
学び始める
δέχομαι
Δεν το δέχομαι αυτό. Γιατί δεν Το δέχεσαι
pracować
学び始める
να Εργάζεμαι
Εργάζεσαι σε γραφείο
szanować
学び始める
να σέβομαι
σέβομαι τον πατέρα μου, δεν σέβεσαι κανέναν και τίποτα
przyjmować
学び始める
να Δέχομαι
δεχόμαστε πολλά δώρα
pamiętać
学び始める
θυμάμαι
Πρέπει να θυμάμαι πολλά πράγματα. τη θυμάται; Δεν το θυμάμαι
utrudniać, przeszkadzać
学び始める
εμποδίζω, ενοχλώ
τα πράγματα στην πόρτα εμποδίζουν
ufać
学び始める
εμπιστεύομαι
Δεν ξέρω γιατί δεν τον εμπιστεύονται, σε εμπιστεύομαι
polecać
学び始める
συστημώ
μας συστήνουν ένα καλό βιβλίο
zapamiętać
学び始める
να θυμάμαι
τη θυμάται; Δεν το θυμάμαι
łapać
学び始める
πιανώ
Πιάνω ένα βιβλίο που πέφτει
wydawać
学び始める
Ξοδεύω
Ξοδεύω πολλά χρήματα σε βιβλία. Πρέπει να ξοδέψω λιγότερα χρήματα για ψώνια
iść do góry
学び始める
ανεβαίνω
Εγώ ανεβαίνω και εσύ κατεβαίνεις
schodzić
学び始める
κατεβαίνω
Δεν μου αρέσει να κατεβαίνω στα βουνά
boleć
学び始める
ποναώ
Δεν ποναώ όταν πέφτω
życzyć
学び始める
εύχομαι
σου εύχομαι καλό καλοκαίρι
ubierać się
学び始める
ντύνομαι
Όταν πηγαίνω στη δουλειά μου ντύνομαι μια κοντή φούστα και ένα στενό μπλουζάκι
wstawać
学び始める
Σήκω πάνω
Σηκώνομαι από το κρεβάτι πολύ νωρίς το πρωί
zakladać
学び始める
βάζω
βάζω το παλτό μου, βαζω τα παπούτσια
brać prysznic
学び始める
κάνω ντους
zdejmować
学び始める
βγάζω
βγαζω τα παπούτσια μου. Βγάζω το κοντό μου φόρεμα
jeść obiad
学び始める
δειπνώ
kłaść się spać
学び始める
πήγαινε για ύπνο
jeść kolację
学び始める
Φάω βραδινό
wiązać
学び始める
δένω
δένω τα κορδόνια μου
jeść śniadanie
学び始める
τρωω πρωινό
zapinać
学び始める
κουμπώνω
κουμπώνω τα κουμπιά
odpiąć
学び始める
ξεκουμπώνω
ξεκουμπώνω το σουτιέν
obiecuję
学び始める
υπόσχομαι
Το υπόσχομαι
wyglądać
学び始める
φαίνομαι
φαίνομαι καλός; μου φαίνεσαι καλός
Co słychać;
学び始める
τι γίνεται;
marzyć
学び始める
ονειρευόμαι
των χειμώνα ονειρευόμαστε το καλοκαίρι
być ostrożnym
学び始める
προσέξω
τι πρέπει να προσέξω όταν πάω εκεί
robić zakupy
学び始める
κανώ κατάστηματα
piec
学び始める
ψήνω
leniuchować
学び始める
τεμπελιάζω
oglądać telewizję
学び始める
βλέπω τηλεόραση
wspinać się
学び始める
αναρρίχησω
majsterkować
学び始める
μαλακώνω

コメントを投稿するにはログインする必要があります。