辞書 アラビア語 - ギリシャ語

العربية - ελληνικά

مزور ギリシャ語で:

1. πλαστογράφος



ギリシャ語 "という言葉مزور"(πλαστογράφος)集合で発生します。

Εγκληματίες στα αραβικά