辞書 アラビア語 - ギリシャ語

العربية - ελληνικά

ممسحة ギリシャ語で:

1. καθαριστής



ギリシャ語 "という言葉ممسحة"(καθαριστής)集合で発生します。

Τα μέρη του αυτοκινήτου στα αραβικά

2. σφουγγαρίστρα



ギリシャ語 "という言葉ممسحة"(σφουγγαρίστρα)集合で発生します。

Είδη καθαρισμού στα αραβικά