辞書 ドイツ語 - ギリシャ語

Deutsch - ελληνικά

Apfel ギリシャ語で:

1. μήλο μήλο


Αυτός έφαγε το ολόκληρο μήλο.
Έχει ένα μήλο πάνω στο τραπέζι.