辞書 ドイツ語 - ギリシャ語

Deutsch - ελληνικά

Vater ギリシャ語で:

1. πατέρας πατέρας


Ξέρεις πού πήγε ο πατέρας σου;
Ο πατέρας της είναι πολύ ψηλός, ε;