辞書 ドイツ語 - ギリシャ語

Deutsch - ελληνικά

sehr ギリシャ語で:

1. πολύ


Μου αρέσει πάρα πολύ.
Είναι πολύ νέο.
Αυτός ενδιαφέρεται πολύ για την ιαπωνική γλώσσα.
Με βοήθησε πολύ.
Πάρα πολύ άθλημα στην τηλεόραση.
Ο πατέρας της είναι πολύ ψηλός, ε;
Είμαι πολύ ευτυχισμένος να σε ξαναδώ.
Αυτός ήταν πολύ κουρασμένος.

ギリシャ語 "という言葉sehr"(πολύ)集合で発生します。

Lektion 4Kb.S. 57, 58, 59
Lektion 2 Kb.S. 36