辞書 ギリシャ語 - フランス語

ελληνικά - Français

καθαρά フランス語で:

1. net (adj) net (adj)



フランス語 "という言葉καθαρά"(net (adj))集合で発生します。

Οι 15 κύριες λέξεις επιχειρήσεων στα γαλλικά