辞書 ギリシャ語 - イタリア語

ελληνικά - italiano

αρτοποιείο イタリア語で:

1. panificio panificio



イタリア語 "という言葉αρτοποιείο"(panificio)集合で発生します。

Καταστήματα στα ιταλικά