辞書 ギリシャ語 - イタリア語

ελληνικά - italiano

καθαρά イタリア語で:

1. netto netto



イタリア語 "という言葉καθαρά"(netto)集合で発生します。

Οι 15 κύριες λέξεις επιχειρήσεων στα ιταλικά