辞書 ギリシャ語 - イタリア語

ελληνικά - italiano

πνεύμονας イタリア語で:

1. polmone


L'uomo aveva un polmone forato.

イタリア語 "という言葉πνεύμονας"(polmone)集合で発生します。

Εσωτερικά όργανα στα ιταλικά