辞書 ギリシャ語 - イタリア語

ελληνικά - italiano

φοίνικας イタリア語で:

1. palma palma



イタリア語 "という言葉φοίνικας"(palma)集合で発生します。

Λεξιλόγιο για την παραλία στα ιταλικά