辞書 ギリシャ語 - イタリア語

ελληνικά - italiano

ωκεανός イタリア語で:

1. oceano oceano



イタリア語 "という言葉ωκεανός"(oceano)集合で発生します。

Λεξιλόγιο για την παραλία στα ιταλικά