辞書 ギリシャ語 - オランダ語

ελληνικά - Nederlands, Vlaams

έγκλημα オランダ語:

1. misdrijf misdrijf



オランダ語 "という言葉έγκλημα"(misdrijf)集合で発生します。

Εγκλήματα στα ολλανδικά