辞書 ギリシャ語 - オランダ語

ελληνικά - Nederlands, Vlaams

καρφί オランダ語:

1. spijker spijker



オランダ語 "という言葉καρφί"(spijker)集合で発生します。

Εργαλεία εργαστηρίου στα ολλανδικά