辞書 ギリシャ語 - オランダ語

ελληνικά - Nederlands, Vlaams

πνεύμονας オランダ語:

1. long



オランダ語 "という言葉πνεύμονας"(long)集合で発生します。

Εσωτερικά όργανα στα ολλανδικά