辞書 ギリシャ語 - オランダ語

ελληνικά - Nederlands, Vlaams

σαλιγκάρι オランダ語:

1. slak slak



オランダ語 "という言葉σαλιγκάρι"(slak)集合で発生します。

Ζωύφια και έντομα στα ολλανδικά