辞書 ギリシャ語 - オランダ語

ελληνικά - Nederlands, Vlaams

χαρτοπετσέτα オランダ語:

1. servet servet


Kan ik een servet krijgen?

オランダ語 "という言葉χαρτοπετσέτα"(servet)集合で発生します。

Λεξιλόγιο για την τραπεζαρία στα ολλανδικά