辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

έρημος トルコ語:

1. çöl çöl



トルコ語 "という言葉έρημος"(çöl)集合で発生します。

Όροι για τη γεωγραφία στα τουρκικά