辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

αγκώνας トルコ語:

1. dirsek dirsek



トルコ語 "という言葉αγκώνας"(dirsek)集合で発生します。

Μέρη του σώματος στα τουρκικά