辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

ανεμιστήρας トルコ語:

1. elektrikli fan elektrikli fan



トルコ語 "という言葉ανεμιστήρας"(elektrikli fan)集合で発生します。

Οικιακές συσκευές στα τουρκικά