辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

αρτοποιός トルコ語:

1. fırıncı fırıncı



トルコ語 "という言葉αρτοποιός"(fırıncı)集合で発生します。

Επαγγέλματα στα τουρκικά