辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

εθισμός トルコ語:

1. bağımlılık



トルコ語 "という言葉εθισμός"(bağımlılık)集合で発生します。

Όροι για το κάπνισμα στα τουρκικά