辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

εθνικότητα トルコ語:

1. milliyet milliyet



トルコ語 "という言葉εθνικότητα"(milliyet)集合で発生します。

Προσωπικά δεδομένα στα τουρκικά