辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

εκβιασμός トルコ語:

1. şantaj


O, ona şantaj yaptı.

トルコ語 "という言葉εκβιασμός"(şantaj)集合で発生します。

Εγκλήματα στα τουρκικά