辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

εμπρησμός トルコ語:

1. kundakçılık



トルコ語 "という言葉εμπρησμός"(kundakçılık)集合で発生します。

Εγκλήματα στα τουρκικά