辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

ζωγραφική トルコ語:

1. çizim çizim



トルコ語 "という言葉ζωγραφική"(çizim)集合で発生します。

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα τουρκικά

2. boyama boyama


Yeni bir palet ve birkaç boyama fırçası aldım.