辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

κρύωμα トルコ語:

1. titreme



トルコ語 "という言葉κρύωμα"(titreme)集合で発生します。

Προβλήματα υγείας στα τουρκικά