辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

κόλλα トルコ語:

1. yapıştırıcı yapıştırıcı



トルコ語 "という言葉κόλλα"(yapıştırıcı)集合で発生します。

Σχολικά είδη στα τουρκικά

2. tutkal tutkal



トルコ語 "という言葉κόλλα"(tutkal)集合で発生します。

Εξοπλισμός γραφείου στα τουρκικά