辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

μοτοσυκλέτα トルコ語:

1. motosiklet motosiklet


Motosiklet bir arabaya çarptı.

トルコ語 "という言葉μοτοσυκλέτα"(motosiklet)集合で発生します。

Μέσα μεταφοράς στα τουρκικά