辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

ναύτης トルコ語:

1. denizci denizci



トルコ語 "という言葉ναύτης"(denizci)集合で発生します。

Επαγγέλματα στα τουρκικά