辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

νεφρό トルコ語:

1. böbrek



トルコ語 "という言葉νεφρό"(böbrek)集合で発生します。

Εσωτερικά όργανα στα τουρκικά