辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

ντομάτα トルコ語:

1. domates domates



トルコ語 "という言葉ντομάτα"(domates)集合で発生します。

Λαχανικά στα τουρκικά
Φρούτα στα τουρκικά