辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

παππούς トルコ語:

1. büyükbaba büyükbaba



トルコ語 "という言葉παππούς"(büyükbaba)集合で発生します。

Μέλη της οικογενειας στα τουρκικά