辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

πετοσφαίριση トルコ語:

1. voleybol voleybol



トルコ語 "という言葉πετοσφαίριση"(voleybol)集合で発生します。

Αθλήματα στα τουρκικά