辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

πλαστογράφος トルコ語:

1. sahtekâr



トルコ語 "という言葉πλαστογράφος"(sahtekâr)集合で発生します。

Εγκληματίες στα τουρκικά