辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

πολυθρόνα トルコ語:

1. koltuk koltuk


Bu koltuk dolu mu?
Erken geldi,bu yüzden iyi bir koltuk buldu.

トルコ語 "という言葉πολυθρόνα"(koltuk)集合で発生します。

Λεξιλόγιο για το καθιστικό στα τουρκικά
Έπιπλα στα τουρκικά