辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

πωλητής トルコ語:

1. satış elemanı satış elemanı



トルコ語 "という言葉πωλητής"(satış elemanı)集合で発生します。

Επαγγέλματα στα τουρκικά