辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

στόμα トルコ語:

1. ağız ağız



トルコ語 "という言葉στόμα"(ağız)集合で発生します。

Μέρη του σώματος στα τουρκικά