辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

σφυρί トルコ語:

1. çekiç çekiç



トルコ語 "という言葉σφυρί"(çekiç)集合で発生します。

Εργαλεία εργαστηρίου στα τουρκικά