辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

τζάκι トルコ語:

1. şömine şömine



トルコ語 "という言葉τζάκι"(şömine)集合で発生します。

Λεξιλόγιο για το καθιστικό στα τουρκικά