辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

τραμ トルコ語:

1. tramvay tramvay



トルコ語 "という言葉τραμ"(tramvay)集合で発生します。

Μέσα μεταφοράς στα τουρκικά