辞書 ギリシャ語 - トルコ語

ελληνικά - Türkçe

χαρτοπετσέτα トルコ語:

1. peçete peçete



トルコ語 "という言葉χαρτοπετσέτα"(peçete)集合で発生します。

Λεξιλόγιο για την τραπεζαρία στα τουρκικά