辞書 英語 - ギリシャ語

English - ελληνικά

confident ギリシャ語で:

1. με αυτοπεποίθηση με αυτοπεποίθηση



ギリシャ語 "という言葉confident"(με αυτοπεποίθηση)集合で発生します。

Νotes 18/02/2019 (b)
M6a. 56 - 6b.9

2. σίγουρος σίγουρος


Δεν είμαι σίγουρος πώς να προσφέρω αυτή τη λέξη.

ギリシャ語 "という言葉confident"(σίγουρος)集合で発生します。

Επίθετα προσωπικότητας στα αγγλικά