辞書 英語 - ギリシャ語

English - ελληνικά

renovate ギリシャ語で:

1. ανακαινίζω ανακαινίζω



ギリシャ語 "という言葉renovate"(ανακαινίζω)集合で発生します。

Notes 14/01/2019 (a)