辞書 フランス語 - ギリシャ語

Français - ελληνικά

Pomme ギリシャ語で:

1. μήλο μήλο


Αυτός έφαγε το ολόκληρο μήλο.
Έχει ένα μήλο πάνω στο τραπέζι.