辞書 フランス語 - ギリシャ語

Français - ελληνικά

financière ギリシャ語で:

1. χρηματοοικονομική χρηματοοικονομική


Αυξημένα χρέη τελικά οδήγησαν σε χρηματοοικονομική κρίση.