辞書 フランス語 - ギリシャ語

Français - ελληνικά

vous faites ギリシャ語で:

1. κάνεις


Με ακούει κανείς;
Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...