辞書 イタリア語 - ギリシャ語

italiano - ελληνικά

Mela ギリシャ語で:

1. μήλο μήλο


Αυτός έφαγε το ολόκληρο μήλο.
Έχει ένα μήλο πάνω στο τραπέζι.