辞書 イタリア語 - ギリシャ語

italiano - ελληνικά

chiocciola ギリシャ語で:

1. σαλιγκάρι σαλιγκάρι



ギリシャ語 "という言葉chiocciola"(σαλιγκάρι)集合で発生します。

Ζωύφια και έντομα στα ιταλικά