辞書 イタリア語 - ギリシャ語

italiano - ελληνικά

lo so ギリシャ語で:

1. Ξέρω Ξέρω


Δεν ξέρω.
Δεν ξέρω τίποτα γι'αυτήν.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι έφυγε την περασμένη εβδομάδα.